- ξεσκαλώνω
- 1. μετ. отцеплять, освобождать;2. αμετ. 1) отцепляться, освобождаться; снимать с крючка; 2) перен. выпутываться, выходить из трудного, запутанного положения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκαλώνω — 1. απελευθερώνω κάτι που είναι σκαλωμένο ή μπλεγμένο, ξεμπλέκω 2. γλυτώνω από κάτι στο οποίο είμαι μπλεγμένος 3. απαλλάσσομαι από περιπλοκή, από εμπλοκή σε δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * με στερ. σημ. + σκαλώνω] … Dictionary of Greek
ξεσκαλώνω — ξεσκάλωσα, ξεσκαλώθηκα, ξεσκαλωμένος, 1. μτβ., αποδεσμεύω κάτι που σκάλωσε, ελευθερώνω, ξεμπλέκω: Ξεσκάλωσε από το καρφί το παλτό και το φόρεσε. 2. αμτβ., ξεφεύγω από δύσκολη θέση: Πρέπει να ξεσκαλώσω απ αυτή τη βρομοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκάλωμα — το [ξεσκαλώνω] 1. απελευθέρωση πράγματος που είναι σκαλωμένο ή που έχει μπλεχτεί με ένα άλλο 2. το ξέμπλεγμα, το ξεμπέρδεμα από μία δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση … Dictionary of Greek